- Θώρακα
- Θώραξcorsletmasc acc sgΘῶραξmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θώρακα — θώρᾱκα , θώραξ corslet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θώρακ' — Θώρακα , Θώραξ corslet masc acc sg Θώρακι , Θώραξ corslet masc dat sg Θώρακε , Θώραξ corslet masc nom/voc/acc dual Θώρακα , Θῶραξ masc acc sg Θώρακι , Θῶραξ masc dat sg Θώρακε , Θῶραξ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θώραχ' — Θώρακα , Θώραξ corslet masc acc sg Θώρακι , Θώραξ corslet masc dat sg Θώρακε , Θώραξ corslet masc nom/voc/acc dual Θώρακα , Θῶραξ masc acc sg Θώρακι , Θῶραξ masc dat sg Θώρακε , Θῶραξ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… … Dictionary of Greek
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek
θωρακίζω — (ΑΜ θωρακίζω) [θώραξ] οπλίζω κάποιον με θώρακα, ενισχύω κάποιον με θώρακα νεοελλ. 1. επενδύω κάτι με σιδερένιες πλάκες ή ελάσματα για να γίνει απρόσβλητο από τα βλήματα («θωρακισμένο αυτοκίνητο») 2. προστατεύω ένα ηλεκτρικό κύκλωμα ή μια… … Dictionary of Greek
θωρακικός — ή, ό (Α θωρακικός, ή, όν) [θώραξ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θώρακα («θωρακικοί σπόνδυλοι») νεοελλ. ζωολ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θωρακικά τάξη θυσανόποδων καρκινοειδών αρχ. 1. αυτός που πάσχει από νόσο τού θώρακα, αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek
μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… … Dictionary of Greek
στέρνο — το / στέρνον, ΝΜΑ 1. το πρόσθιο μέρος τού θώρακα, το στήθος («παίει κατὰ τὸ στέρνον καὶ τιτρώσκει διὰ τοῡ θώρακος», Ξεν.) 2. πλατύ επίμηκες και μονοφυές οστό που καταλαμβάνει τη μεσότητα τής εμπρόσθιας μοίρας τού θώρακα και με το οποίο… … Dictionary of Greek